- ιστολογικός
- η , ό[ν] мед. гистологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστολογικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστολογία («ιστολογική εξέταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histologique < histologie (πρβλ. ιστολογία) + ique (πρβλ. ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Σπυρ. Μαυρογένη] … Dictionary of Greek
ιστολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιστολογία: Ιστολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek